- πολεμιστᾷ
- πολεμιστήςwarriormasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολεμιστά — πολεμιστά̱ , πολεμιστής warrior masc nom/voc/acc dual πολεμιστής warrior masc voc sg πολεμιστής warrior masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστάς — πολεμιστά̱ς , πολεμιστής warrior masc acc pl πολεμιστά̱ς , πολεμιστής warrior masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμιστάν — πολεμιστά̱ν , πολεμιστής warrior masc acc sg (epic doric aeolic) πολεμιστής warrior masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάλα — (Α μάλα) επίρρ. νεοελλ. (ενάρθρως) τα μάλα πάρα πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό αρχ. 1. σε μεγάλο βαθμό, πολύ (α. «ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῡσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη», Ομ. Οδ. β. «μάλ εὖ ἄμουσοι», Πλάτ. γ. «θώματα δὲ γῆ ἡ Λυδίη ἐς συγγραφὴν οὐ … Dictionary of Greek